- ιοδόκοι
- ἰοδόκοιἰ̱οδόκοι , ἰοδόκοςholding arrows: masc /fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἰοδόκοι — ἰ̱οδόκοι , ἰοδόκος holding arrows masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοδόκος — (I) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δόκος, θυο δόκος]. (II) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + δόκος … Dictionary of Greek